avokado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /avoˈkado/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική avokado avokadoj
αιτιατική avokadon avokadojn

avokado (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /avoˈkadoː/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (lv) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /avʊˈkɑːdʊ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (sv) κοινό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ävoˈkäːdo/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (tr)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɑʋokɑ(ː)do/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (fi)