backburn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

backburn < back + burn

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
backburn backburns

backburn (en)

  • το αποτέλεσμα του ρήματος backburn

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας backburn
γ΄ ενικό ενεστώτα backburns
αόριστος backburned
παθητική μετοχή backburned
ενεργητική μετοχή backburning

backburn (en)

  • προκαλώ ελεγχόμενη φωτιά στην αναμενόμενη διαδρομή μεγάλης πυρκαγιάς ώστε να μην συναντήσει καύσιμη ύλη και να μην επεκταθεί