backburn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
backburn | backburns |
backburn (en)
- το αποτέλεσμα του ρήματος backburn
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | backburn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backburns |
αόριστος | backburned |
παθητική μετοχή | backburned |
ενεργητική μετοχή | backburning |
backburn (en)