besogne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
besogne | besognes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
besogne (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η ανάγκη, η χρεία
- η σεξουαλική επαφή
- η εργασία, η δουλειά (η πράξη καθώς και το αποτέλεσμά της)