blind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός blind
συγκριτικός blinder
υπερθετικός blindest

blind (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blind blinds

blind (en)

  1. τυφλός
  2. στορ, στόρι
    I am raising the blinds
    Ανεβάζω τα στόρια
     συνώνυμα: shade

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας blind
γ΄ ενικό ενεστώτα blinds
αόριστος blinded
παθητική μετοχή blinded
ενεργητική μετοχή blinding

blind (en)

  1. τυφλώνω, κάνω κάποιον μόνιμα τυφλό
    He was blinded by an injury/by a cataract.
    Τυφλώθηκε από τραύμα/από καταρράκτη.
  2. τυφλώνω, δυσκολεύω κάποιον να δει για λίγο
    He was blinded by the flashes of the journalists’ cameras.
    Τον τύφλωσαν τα φλας των δημοσιογράφων.
    The sun is blinding when you look at it.
    Σε τυφλώνει ο ήλιος όταν τον κοιτάζεις.

Πηγές[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

blind (de)


Κλίση[επεξεργασία]


Δανικά (da)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

blind (da)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

blind (no)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

blind (nl)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

blind (sv)