cache-prise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cache-prise | cache-prises |
cache-prise (fr) αρσενικό
- εξάρτημα που προσαρμόζεται σε ηλεκτρική πρίζα ώστε να μην μπορεί ένα παιδί να βάλει τα δάχτυλά του