canette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- canette < cane
- canette < canne
- canette < της Γένοβας (άμεσο δάνειο) ιταλική cannetta (χρυσές και αργυρές κλωστές αυτής της πόλης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
canette | canettes |
canette (fr) θηλυκό
- νεαρή πάπια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
canette | canettes |
canette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μπουκάλι
- μικρό μπουκάλι μπίρας με πορσελάνινο καπάκι που στερεώνεται με ελατήριο
- μικρό μεταλλικό κουτί για διάφορα ποτά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
canette | canettes |
canette (fr) θηλυκό
- καρούλι όπου τυλίγεται η κλωστή σε μια ραπτομηχανή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη canard