característica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
característica | características |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
característica (pt) θηλυκό
- το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα που χαρακτηρίζει
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
característica (pt)
- θηλυκό του επιθέτου característico (ειδικός, χαρακτηριστικός, ειδοποιός)