cerveau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cerveau | cerveaux |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cerveau < cervel < λατινική cerebellum (μικρό μυαλό) < cerebrum
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cerveau (fr) αρσενικό