clutch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clutch | clutches |
clutch (en)
- ο συμπλέκτης (o μηχανισμός σύμπλεξης-αποσύμπλεξης και το πεντάλ, το αμπραγιάζ
- χέρι ή νύχι που έχει αδράξει γερά κάτι
- μικρή τσάντα χωρίς λουρί ή λαβή, που μοιάζει με φάκελο
- πολλά αβγά, πουλάκια ή άνθρωποι μαζί, ως σύνολο
- μια κρίσιμη κατάσταση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | clutch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clutches |
αόριστος | clutched |
παθητική μετοχή | clutched |
ενεργητική μετοχή | clutching |
clutch (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
clutch (en)
- (ΗΠΑ) που τείνει να λειτουργεί καλά σε δύσκολες συνθήκες, υπό πίεση
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- clutch < (άμεσο δάνειο) αγγλική clutch
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)
- Επίθετα (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νορβηγικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νορβηγικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)