contract
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contract | contracts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contract (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- one-sided contract revision, unconscionable contract: για συμβόλαιο που τροποποιήθηκε μόνο από τον ένα συμβαλλόμενο
Προφορά 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | contract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contracts |
αόριστος | contracted |
παθητική μετοχή | contracted |
ενεργητική μετοχή | contracting |
Ρήμα[επεξεργασία]
contract (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συστέλλω, σφίγγω, γίνομαι λιγότερο ή μικρότερος ή κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο
- ↪ Metals contract when they cool.
- Τα μέταλλα συστέλλονται όταν ψύχονται.
- ↪ I am contracting my muscles.
- Σφίγγω τους μυς μου.
- ↪ Metals contract when they cool.
- (μεταβατικό, επίσημο) κολλάω μεταδοτική αρρώστια, αρρωσταίνω
- ↪ I contract a disease by exposure to something contagious.
- Κολλάω αρρώστια λόγω έκθεσης σε κάτι μεταδοτικό.
- ≈ συνώνυμα: catch, come down with και get
- ↪ I contract a disease by exposure to something contagious.
- (μεταβατικό) συμβάλλομαι, κάνω μια νομική συμφωνία με κάποιον για να δουλέψει για μένα ή να μου παρέχει μια υπηρεσία
- ↪ The engineers are contracted with the city.
- Οι μηχανικοί συμβάλλονται με την πόλη.
- ↪ The engineers are contracted with the city.
Πηγές[επεξεργασία]
- contract (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- contract (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 856, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: συστέλλω, σφίγγω