couvoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- couvoir < couver
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couvoir | couvoirs |
couvoir (fr) αρσενικό
- το επωαστήριο για φυσική ή τεχνητή επώαση