Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dûs
θηλυκό due dues

(fr)

  1. που οφείλεται σε κάποιον, χρωστούμενος
  2. που οφείλεται σε κάτι που το έχει προκαλέσει, οφειλόμενος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

(fr) αρσενικό