effet de serre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
effet de serre | effets de serre |
effet de serre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
effet de serre | effets de serre |
effet de serre (fr) αρσενικό