πακτωλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πακτωλός | οι | πακτωλοί |
γενική | του | πακτωλού | των | πακτωλών |
αιτιατική | τον | πακτωλό | τους | πακτωλούς |
κλητική | πακτωλέ | πακτωλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πακτωλός < Πακτωλός, ποτάμι της Μ.Ασίας πλούσιο σε ψήγματα χρυσού κατά την αρχαιότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πακτωλός αρσενικό
- πληθώρα, μεγάλη ποσότητα
- πακτωλός χρημάτων, πακτωλός υποσχέσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πακτωλός
|