emigrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | emigrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emigrates |
αόριστος | emigrated |
παθητική μετοχή | emigrated |
ενεργητική μετοχή | emigrating |
Ρήμα[επεξεργασία]
emigrate (en)
- αποδημώ, μεταναστεύω, ξενιτεύομαι, φεύγω από τη χώρα μου για να μεταναστεύσω σε άλλη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
επίσης δείτε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- immigrate
- migrate
- δείτε σημειώσεις για τις διαφορές των εννοιών