endiablé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endiablé | endiablés |
θηλυκό | endiablée | endiablées |
endiablé (fr)
- (παρωχημένο) κατεχόμενος από τον διάβολο
- ασυγκράτητος, ζωηρός