estamper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

estamper (fr)

  1. σταμπάρω
  2. (μεταφορικά) (οικείο) κάνω κάποιον να πληρώσει πολύ περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, κερδίζω λεφτά από αισχροκέρδεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη estampe