forcing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
forcing (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forcing | forcings |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- forcing < (άμεσο δάνειο) αγγλική forcing < force (ρήμα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forcing (fr) αρσενικό
- αθλητική επίθεση εναντίον ενός αντιπάλου που υποχρεώνεται να παραμείνει σε αμυντική θέση
- (μεταφορικά, οικείο) σταθερή επίθεση, πίεση (εναντίον ενός πραγματικού ή φανταστικού αντιπάλου)
- έντονη προσπάθεια ή εξάσκηση