groupie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- groupie < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
groupie | groupies |
groupie (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ένθερμος υποστηρικτής ενός μουσικού, τραγουδιστή ή οργανοπαίκτη
- ≈ συνώνυμα: admirateur, (οικείο) fan
- (μεταφορικά) ένθερμος υποστηρικτής ενός πολιτικού κόμματος