hejmmastrumado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hejmmastrumado | hejmmastrumadoj |
αιτιατική | hejmmastrumadon | hejmmastrumadojn |
hejmmastrumado (eo)
- το νοικοκυριό, οι δουλειές του νοικοκυριού