νοικοκυριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. νοικοκυριό μεσαιωνικό - χρειάζεται πηγή.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοικοκυριό τα νοικοκυριά
      γενική του νοικοκυριού των νοικοκυριών
    αιτιατική το νοικοκυριό τα νοικοκυριά
     κλητική νοικοκυριό νοικοκυριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικοκυριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νοικοκυριό < νοικοκυρεύω < νοικοκύρης [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ni.ko.ciɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοι‐κο‐κυ‐ριό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοικοκυριό ουδέτερο

  1. οι καθημερινές εργασίες που είναι απαραίτητες για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (μαγείρεμα, σκούπισμα κ.λπ.)
  2. ο απαραίτητος εξοπλισμός για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (έπιπλα, σκεύη κ.λπ.)
  3. (συνεκδοχικά) η οικογένεια που ζει σε ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό
  4. (κατ’ επέκταση) η οικονομική και γενικότερη διαχείριση, επιστασία και εποπτεία ενός σπιτικού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]