εξοπλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξοπλισμός οι εξοπλισμοί
      γενική του εξοπλισμού των εξοπλισμών
    αιτιατική τον εξοπλισμό τους εξοπλισμούς
     κλητική εξοπλισμέ εξοπλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοπλισμός < από το μεταγενέστερο ἐξοπλισμός. < Από το ρήμα ἐξοπλίζω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξοπλισμός αρσενικό

  1. ο εφοδιασμός με όπλα, με πολεμικό υλικό
    Aγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας
  2. τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύνολο του πολεμικού υλικού
    Χώρες με πυρηνικό εξοπλισμό.
  3. (μεταφορικά) ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
    H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο εξοπλισμός του
  4. (μεταφορικά) το σύνολο των αντικειμένων που είναι απαραίτητα σε κάτι
    τεχνολογικός εξοπλισμός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Πηγές[επεξεργασία]