hog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hog | hogs |
hog (en)
- (θηλαστικό ζώο) το γουρούνι
- (αργκό) μεγάλη μοτοσικλέτα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hogs |
αόριστος | hogged |
παθητική μετοχή | hogged |
ενεργητική μετοχή | hogging |
hog (en)