innéisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- innéisme < inné
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
innéisme | innéismes |
innéisme (fr) αρσενικό
- θεωρία ή συμπεριφορά που βασίζεται στη γνώμη ότι η νοητική δομή ή ο χαρακτήρας είναι εγγενή στοιχεία