intersection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intersection | intersections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intersection (en)
- η διασταύρωση, η τομή ενός δρόμου με άλλον
- ↪ the last house before the intersection - το τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση
- (μη μετρήσιμο) η διχοτόμηση, η ενέργεια του να διχοτομώ
- (θεωρία συνόλων) ο τελεστής (πράξη) της τομής δύο συνόλων
- σύμβολο: ⋂
- ≠ αντώνυμα: union (σύμβολο: ⋃)
- συγγενικό: difference
- δείτε επίσης: intersection (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- intersection (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
- βάσεις δεδομένων, στη σχεσιακή άλγεβρα) τομή σχέσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη intersect
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intersection | intersections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intersection (fr) θηλυκό
- η διατομή
- η διασταύρωση, το σταυροδρόμι
- (μαθηματικά) η τομή