invention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
invention inventions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

invention < invent + -ion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

invention (en)

  1. (μετρήσιμο) η εφεύρεση, ένα πράγμα ή μια ιδέα που έχει εφευρεθεί
    The discovery of electricity lead to many inventions.
    H ανακάλυψη του ηλεκτρισμού οδήγησε σε πολλές εφευρέσεις.
    The television is a modern invention.
    H τηλεόραση είναι μια σύγχρονη εφεύρεση.
    New inventions will be presented at the exhibition.
    Στην έκθεση θα παρουσιαστούν οι νέες εφευρέσεις.
  2. (μη μετρήσιμο) η εφεύρεση, η επινόηση, η εύρεση, η πράξη του επινοώ
    the invention of the steam engine/of the telephone - η επινόηση/εφεύρεση της ατμομηχανής/του τηλεφώνου
    the invention of typography - η εύρεση της τυπογραφίας
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επινόηση, μια ιστορία που επινοώ
    All these things are inventions of your imagination.
    Όλες αυτές είναι επινόησες της φαντασίας σου.
  4. (μη μετρήσιμο) η εφευρετικότητα
    the powers of invention of the mind - η εφευρετικότητά του νου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ingenuity

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
invention inventions

invention (fr) θηλυκό

  1. η εφεύρεση
  2. η επινόηση
  3. το εφεύρημα

Συγγενικά[επεξεργασία]