jurisprudence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jurisprudence < jur- (< λατινική ius, μεσαιωνική γραφή: jus γενική iuris/juris) + prudence (< prudentia)

Προφορά[επεξεργασία]

/ˌdʒʊərɪsˈpruːd(ə)ns/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jurisprudence (en)

  1. η φιλοσοφία του δικαίου, οι θεωρίες για τη φύση του νόμου
  2. ένα σώμα νόμων που αντιστοιχούν σε έναν τομέα του δικαίου
    medical jurisprudence
  3. η νομολογία, οι αποφάσεις των δικαστηρίων


αγγλικά ερμηνεύματα

  • the theory or philosophy of law
    • a legal system

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jurisprudence < λατινική jurisprudentia (επιστήμη του δικαίου)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʒy.ʁis.pʁy.dɑ̃s/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jurisprudence jurisprudences

jurisprudence (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η επιστήμη του δικαίου
  2. ένα σώμα νόμων που αντιστοιχούν σε έναν τομέα του δικαίου· το σύνολο των νομικών αρχών που πηγάζουν από αυτό
  3. η νομολογία, οι αποφάσεις των δικαστηρίων· τρόπος κατά τον οποίο ένα δικαστήριο κρίνει συνήθως ένα θέμα

Συγγενικά[επεξεργασία]