kalë

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Kale, kale

Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kalë < προέλευσης από τη λατινική caballus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkalə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kalë (sq) αρσενικό (πληθυντικός: kuaj) (οριστικός τύπος: kali) (πληθυντικός οριστικού τύπου: kuajt)

  1. (θηλαστικό ζώο) το άλογο
     συνώνυμα: at
  2. ο ίππος στο σκάκι