lansquenet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lansquenet lansquenets

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lansquenet (fr) αρσενικό

  1. μισθοφόρος οπλίτης των αρχαίων γερμανικών στρατιών
  2. είδος τραπουλόχαρτου