lansquenet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lansquenet | lansquenets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lansquenet (fr) αρσενικό
- μισθοφόρος οπλίτης των αρχαίων γερμανικών στρατιών
- είδος τραπουλόχαρτου