τραπουλόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπουλόχαρτο τα τραπουλόχαρτα
      γενική του τραπουλόχαρτου των τραπουλόχαρτων
    αιτιατική το τραπουλόχαρτο τα τραπουλόχαρτα
     κλητική τραπουλόχαρτο τραπουλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τραπουλόχαρτα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραπουλόχαρτο < τράπουλ(α) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραπουλόχαρτο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]