largue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
largue largues

Επίθετο[επεξεργασία]

largue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χαλαρός, που δεν είναι τεντωμένος
  2. (για άνεμο) που φυσάει πλάγια από το πίσω μέρος του πλοίου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • largue στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια