merak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- merak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مراق [1][2] < αραβική مراق (maraq)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- περιέργεια, μεγάλο ενδιαφέρον
- ↪ Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
- Κοίταξε το πρόσωπό μου με περιέργεια και ρώτησε την ηλικία μου.
- ↪ Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
- πάθος για κάτι, μεράκι
- ↪ Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
- Από μικρό παιδί είχα μεράκι για τις ξένες γλώσσες.
- ↪ Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
- επιρρέπεια, τάση, ενθουσιασμός
- ↪ Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
- Εκτός από το επάγγελμά του, το μεγάλο μεράκι του ήταν η φωτογραφία.
- ↪ Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
- ανησυχία, άγχος
- ↪ Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
- Πού ήσουν; Δεν απάντησες στο τηλέφωνό σου, αναρωτήθηκα πολύ! (ανησύχησα)
- ↪ Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του merak
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | merak | meraklar |
αιτιατική | merakı | merakları |
δοτική | meraka | meraklara |
τοπική | merakta | meraklarda |
αφαιρετική | meraktan | meraklardan |
γενική | merakın | merakların |
κτητικές μορφές του merak
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakım | meraklarım |
... σου | merakın | merakların |
... του | merakı | merakları |
... μας | merakımız | meraklarımız |
... σας | merakınız | meraklarınız |
... τους | merakları | merakları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakımı | meraklarımı |
... σου | merakını | meraklarını |
... του | merakını | meraklarını |
... μας | merakımızı | meraklarımızı |
... σας | merakınızı | meraklarınızı |
... τους | meraklarını | meraklarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakıma | meraklarıma |
... σου | merakına | meraklarına |
... του | merakına | meraklarına |
... μας | merakımıza | meraklarımıza |
... σας | merakınıza | meraklarınıza |
... τους | meraklarına | meraklarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakımda | meraklarımda |
... σου | merakında | meraklarında |
... του | merakında | meraklarında |
... μας | merakımızda | meraklarımızda |
... σας | merakınızda | meraklarınızda |
... τους | meraklarında | meraklarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakımdan | meraklarımdan |
... σου | merakından | meraklarından |
... του | merakından | meraklarından |
... μας | merakımızdan | meraklarımızdan |
... σας | merakınızdan | meraklarınızdan |
... τους | meraklarından | meraklarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | merakımın | meraklarımın |
... σου | merakının | meraklarının |
... του | merakının | meraklarının |
... μας | merakımızın | meraklarımızın |
... σας | merakınızın | meraklarınızın |
... τους | meraklarının | meraklarının |
κλίση του merak (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | merakım | meraklarım* |
είσαι | meraksın | meraklarsın* |
είναι | merak / meraktır | meraklar* / meraklardır* |
είμαστε | merakız | meraklarız |
είστε | meraksınız | meraklarsınız |
είναι | meraklar | meraklardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | meraktım | meraklardım* |
ήσουν | meraktın | meraklardın* |
ήταν | meraktı | meraklardı* |
ήμασταν | meraktık | meraklardık |
ήσασταν | meraktınız | meraklardınız |
ήταν | meraktı(lar) | meraklardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | merakmışım | meraklarmışım* |
ήσουν | merakmışsın | meraklarmışsın* |
ήταν | merakmış | meraklarmış* |
ήμασταν | merakmışız | meraklarmışız |
ήσασταν | merakmışsınız | meraklarmışsınız |
ήταν | merakmış(lar) | meraklarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- merak etme!: μην ανησυχείς!
- merak etmek: αναρωτιέμαι
Παράγωγα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- (νέα ελληνική) → δείτε τη λέξη μεράκι
- (αλβανικά) → δείτε τη λέξη merak
- (βοσνιακά) → δείτε τη λέξη merak
- (βουλγαρικά) → δείτε τη λέξη мерак
- (εβραιοϊσπανικά) → δείτε τη λέξη merekia
- (σερβικά) → δείτε τη λέξη мерак
- (σλαβομακεδονικά) → δείτε τη λέξη мерак
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Σε αντίθεση με τις συνήθεις λέξεις που τελειώνουν σε μπροστινό σύμφωνο (δηλαδή ç, k, p και t), το τελικό "k" αυτής της λέξης δεν γίνεται "ğ" όταν προστίθεται ένα επίθημα που αρχίζει από φωνήεν. Αντίθετα, ο τελικός ήχος του [ɑ] γίνεται μεγαλύτερος (ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να παρατηρηθεί συχνά στα αραβικά δάνεια). Για παράδειγμα:
- merak - merakım (αντί για merağım)
- [mɛˈɾɑk] - [mɛɾɑːˈkɯm]
- το μεράκι - το μεράκι μου
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ merak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- ↑ σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).