merak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

merak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مراق [1][2] < αραβική مراق (maraq)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɛˈɾɑk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. περιέργεια, μεγάλο ενδιαφέρον
    Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
    Κοίταξε το πρόσωπό μου με περιέργεια και ρώτησε την ηλικία μου.
  2. πάθος για κάτι, μεράκι
    Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
    Από μικρό παιδί είχα μεράκι για τις ξένες γλώσσες.
  3. επιρρέπεια, τάση, ενθουσιασμός
    Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
    Εκτός από το επάγγελμά του, το μεγάλο μεράκι του ήταν η φωτογραφία.
  4. ανησυχία, άγχος
    Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
    Πού ήσουν; Δεν απάντησες στο τηλέφωνό σου, αναρωτήθηκα πολύ! (ανησύχησα)

Κλίση[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Σε αντίθεση με τις συνήθεις λέξεις που τελειώνουν σε μπροστινό σύμφωνο (δηλαδή ç, k, p και t), το τελικό "k" αυτής της λέξης δεν γίνεται "ğ" όταν προστίθεται ένα επίθημα που αρχίζει από φωνήεν. Αντίθετα, ο τελικός ήχος του [ɑ] γίνεται μεγαλύτερος (ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να παρατηρηθεί συχνά στα αραβικά δάνεια). Για παράδειγμα:
    merak - merakım (αντί για merağım)
    [mɛˈɾɑk] - [mɛɾɑːˈkɯm]
    το μεράκι - το μεράκι μου

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. merak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).