muster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
muster | musters |
muster (en)
- κοπάδιασμα, μάζεμα ζώων, συγκέντρωση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | muster |
γ΄ ενικό ενεστώτα | musters |
αόριστος | mustered |
παθητική μετοχή | mustered |
ενεργητική μετοχή | mustering |
muster (en)
- (μεταβατικό) μαζεύω τις δυνάμεις μου, βρίσκω το κουράγιο μου, επιστρατεύω την ενέργειά μου
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρωνόμαστε ή συναθροίζω, συγκαλώ ανθρώπους, ειδικά στρατεύματα, για παράδειγμα για επιθεώρηση ή για προετοιμασία μάχης
- ↪ Go and muster all the men you can find.
- Πήγαινε και συγκέντρωσε όσους άνδρες βρεις.
- ↪ He mustered all the men he could find.
- Συνάθροισε όσους άνδρες μπορούσε.
- ↪ Go and muster all the men you can find.
Πηγές[επεξεργασία]
- muster (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- muster (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω, συναθροίζω