négoce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
négoce | négoces |
négoce (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η δουλειά, η υπόθεση
- (παρωχημένο) το εμπόριο
- αγοραπωλησία αγαθών στη διεθνή αγορά