new old stock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
new old stock (en)
- (εμπόριο) χαρακτηρισμός συσκευών ή εξαρτημάτων που βρίσκονται σε απόθεμα και είναι διαθέσιμα για πώληση, τα οποία έχουν κατασκευαστεί παλιότερα αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ (συνεπώς λογίζονται ως καινούρια, «νέα», από τη σκοπιά της λειτουργίας τους)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο όρος χρησιμοποιείται για να γίνεται διάκριση στα παλαιότερης τεχνολογίας και παλαιότερης κατασκευής αχρησιμοποίητα αντικείμενα από εκείνα που είναι σύγχρονης κατασκευής και ακολουθούν την ίδια παλαιά τεχνολογία, όπως λ.χ. λυχνίες κενού («λάμπες») για χρήση σε ενισχυτές ήχου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- new old stock στην αγγλική Βικιπαίδεια