nobleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nobleco | noblecoj |
αιτιατική | noblecon | noblecojn |
nobleco (eo)
- η ευγένεια, η αριστοκρατία