peco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peco | pecoj |
αιτιατική | pecon | pecojn |
peco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peco | pecoj |
αιτιατική | pecon | pecojn |
peco (eo)