piochage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
piochage piochages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piochage (fr) αρσενικό

  1. δουλειά που γίνεται με την αξίνα
  2. (μεταφορικά) σκληρή, επίμονη δουλειά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη pioche