piochage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
piochage | piochages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piochage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pioche
ενικός | πληθυντικός |
piochage | piochages |
piochage (fr) αρσενικό