point of view
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
point of view | points of view |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
point of view (en)
- η άποψη, η οπτική γωνία
- ↪ All points of view are represented in the new board of directors.
- Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.
- ↪ All points of view are represented in the new board of directors.