precipitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /prɪˈsɪpɪteɪt/ & /prəˈsɪpɪteɪt/
 

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

precipitate < λατινική praecipito

Ρήμα[επεξεργασία]

precipitate (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. κάνω κάτι να συμβεί ξαφνικά και γρήγορα, επισπεύδω, επιταχύνω
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate
    2. πετάω κάτι ή κάποιον από μεγάλο ύψος, γκρεμίζω
    3. (μεταφορικά) προκαλώ τη βίαιη αλλαγή της κατάστασης ενός πράγματος
    4. (χημεία) προκαλώ την ιζηματοποίηση μιας ουσίας σε ένα διάλυμα
  2. (αμετάβατο)
    1. (χημεία) ιζηματοποιούμαι, για ουσία που μετατρέπεται σε ίζημα μέσα σε ένα διάλυμα
      Adding the acid will cause the salt to precipitate.
      λείπει η μετάφραση
    2. (μετεωρολογία) για νερό που πέφτει από την ατμόσφαιρα στη γη ως βροχή, χαλάζι ή χιόνι
      It will precipitate tomorrow, but we don't know whether as rain or snow.
      λείπει η μετάφραση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

precipitate < λατινική praecipitatum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

precipitate (en)

  1. επακόλουθο
  2. (χημεία) ίζημα, κατακάθι

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

precipitate < λατινική praecipitatus

Επίθετο[επεξεργασία]

precipitate (en)

  1. που πέφτει απότομα ή κατακόρυφα
  2. απότομος
     συνώνυμα: steep, precipitous
  3. βιαστικός, ορμητικός, απότομος, εσπευσμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]