prescriptif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prescriptif | prescriptifs |
θηλυκό | prescriptive | prescriptives |
Επίθετο[επεξεργασία]
prescriptif (fr)
- υποχρεωτικός, που αποτελεί εντολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη prescrire