process
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
process | processes |
process (en)
- η διαδικασία
- ↪ The process is not very complicated.
- Η διαδικασία δεν είναι πολύ περίπλοκη.
- ↪ Learning a foreign language is a slow process.
- Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι αργή διαδικασία.
- ↪ The process is not very complicated.
- (πληροφορική) η διεργασία
- ≈ συνώνυμα: task
- δείτε επίσης: Process (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα 1
[επεξεργασία]ενεστώτας | process |
γ΄ ενικό ενεστώτα | processes |
αόριστος | processed |
παθητική μετοχή | processed |
ενεργητική μετοχή | processing |
process (en)
- επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, πρώτες ύλες
- ↪ They process cheese/waste.
- Επεξεργάζονται τυρί/άχρηστα υλικά.
- ↪ They process cheese/waste.
- διεκπεραιώνω, μια αίτηση, ένα έγγραφο, κτλ.
- ↪ I am processing the papers.
- Διεκπεραιώνω τα έγγραφα.
- ↪ I am processing the papers.
- καταλαβαίνω το νόημα κάτι που έχει συμβεί ή ειπωθεί
- ↪ When he talks fast, I can’t process what he’s saying.
- Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
- ↪ When he talks fast, I can’t process what he’s saying.
Ρήμα 2
[επεξεργασία]ενεστώτας | process |
γ΄ ενικό ενεστώτα | processes |
αόριστος | processed |
παθητική μετοχή | processed |
ενεργητική μετοχή | processing |
process (en)
- παρελαύνω, βαδίζω σε πομπή
- ↪ They processed through the streets of Athens.
- Παρέλασαν στους δρόμους της Αθήνας.
- ↪ They processed through the streets of Athens.