quiescent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
quiescent (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quiescent | quiescents |
θηλυκό | quiescente | quiescentes |
Επίθετο[επεξεργασία]
quiescent (fr)
- αδρανής, που δεν λειτουργεί
- (εβραϊκή γραμματική) λέγεται για γράμματα που δεν προφέρονται
- (εντομολογία) λέγεται για έντομο του οποίου η ανάπτυξη σταματά όταν δεν παύουν να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες