rail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rail rails

rail (en)

  1. (μέσο μεταφορών) ο σιδηρόδρομος
     συνώνυμα: railroad, railway
  2. η σιδηροτροχιά
     συνώνυμα: railroad track, railway track, train track, track

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας rail
γ΄ ενικό ενεστώτα rails
αόριστος railed
παθητική μετοχή railed
ενεργητική μετοχή railing

rail (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rail < (άμεσο δάνειο) αγγλική rail

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rail rails

rail (fr) αρσενικό

Σύνθετα[επεξεργασία]