sérénade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sérénade | sérénades |
sérénade (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (μεταφορικά) (οικείο) c'est toujours la même sérénade: λέγεται για κάποιον που δίνει πάντα τις ίδιες δικαιολογίες