σερενάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σερενάτα | οι | σερενάτες |
γενική | της | σερενάτας | — | |
αιτιατική | τη | σερενάτα | τις | σερενάτες |
κλητική | σερενάτα | σερενάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερενάτα θηλυκό
- (μουσική) μουσικό είδος, αρχικά της εποχής μπαρόκ, εορταστικό, που κατά κανόνα παιζόταν στο ύπαιθρο. Συνθέτες όλων των κατοπινών περιόδων έγραψαν σερενάτες (είτε ως πολυμερείς φόρμες, είτε ως μέρη άλλου έργου).
- μουσική που παίζει κάποιος, αργά τη νύχτα, κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)