scholar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
scholar scholars

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

scholar (en)

  1. ο επιστήμονας, ο ειδικός σε έναν τομέα
    The topic hasn’t yet been researched in depth by scholars.
    Το θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.
  2. ο λόγιος, ο μορφωμένος
  3. (παρωχημένο) σπουδαστής που έχει λάβει υποτροφία, υπότροφος

Πηγές[επεξεργασία]