scholar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scholar (en)
- ο επιστήμονας, ο ειδικός σε έναν τομέα
- o λόγιος, ο μορφωμένος
- (παρωχημένο) σπουδαστής που έχει λάβει υποτροφία, υπότροφος