set off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας set off
γ΄ ενικό ενεστώτα sets off
αόριστος set off
παθητική μετοχή set off
ενεργητική μετοχή setting off

Ετυμολογία [επεξεργασία]

set off < → δείτε τις λέξεις set και off

Ρήμα[επεξεργασία]

set off (en)

  1. ενεργοποιώ
  2. κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    He set off for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    They set off at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: set out, start, start out

Πηγές[επεξεργασία]