sleep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sleep (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο ύπνος
    I need eight hours of sleep.
    Χρειάζομαι οχτώ ώρες ύπνο.
  2. η τσίμπλα
     συνώνυμα: sleepy

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας sleep
γ΄ ενικό ενεστώτα sleeps
αόριστος slept
παθητική μετοχή slept
ενεργητική μετοχή sleeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sleep (en)

  • (αμετάβατο) κοιμάμαι
    We were sleeping when the phone rang.
    Κοιμόμαστε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
    The dog’s barks didn’t let me sleep.
    Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]