sleep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sleep sleeps

sleep (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ύπνος
    I need some sleep - χρειάζομαι ύπνο (να κοιμηθώ)
    I' m going to have a quick sleep - θα πάρω έναν υπνάκο
  2. η τσίμπλα
     συνώνυμα: sleepy

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας sleep
γ΄ ενικό ενεστώτα sleeps
αόριστος slept
παθητική μετοχή slept
ενεργητική μετοχή sleeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sleep (en)

  • κοιμάμαι
    We were sleeping when the phone rang.
    Κοιμόμαστε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Σύνθετα[επεξεργασία]