snow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
snow | snows |
snow (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | snow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snows |
αόριστος | snowed |
παθητική μετοχή | snowed |
ενεργητική μετοχή | snowing |
snow (en)